- λογοθέτης
- Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον χαρακτηρισμό τους, τα παρακάτω καθήκοντα.
Λ. των Αγελών. Φρόντιζε για την είσπραξη των φόρων που πλήρωναν οι κάτοχοι ζώων (κτηνοτρόφοι, βοσκοί) και, σε καιρό πολέμου, διέταζε την επίταξη των αναγκαίων για τις πολεμικές επιχειρήσεις ζώων.
Λ. του Γενικού. Ήταν απαραίτητα λογιστής και είχε περίπου τα ίδια καθήκοντα με τους σημερινούς υπουργούς Οικονομικών.
Λ. του Δρόμου. Ουσιαστικά ήταν υπουργός Εξωτερικών. Αυτός παρουσίαζε για πρώτη φορά τους ξένους πρέσβεις στον αυτοκράτορα, παρακολουθούσε ολόκληρη την ακρόαση και απαντούσε στα ερωτήματά τους αντί του αυτοκράτορα.
Λ. του Ειδικού. Ήταν επιμελητής της περιουσίας του αυτοκράτορα.
Λ. του Πραιτορίου. Τα καθήκοντά του δεν είναι εξακριβωμένα.
Λ. των Σεκρέτων. Τα καθήκοντά του ήταν ανάλογα με αυτά των σημερινών υπουργών Δικαιοσύνης. Αργότερα το αξίωμα αυτό καταργήθηκε και τα καθήκοντά του ανέλαβε ο μέγας λ.
Λ. του Στρατιωτικού. Είχε τον τίτλο του ενδοξότατου και τα ίδια καθήκοντα με τους υπουργούς Στρατιωτικών.
* * *ο (AM λογοθέτης)νεοελλ.φρ. (ως τιμητικός τίτλος λαϊκών προσώπων) «άρχων μέγας λογοθέτης» — πατριαρχικό αξίωμα, ανώτατος αξιωματούχος τών πατριαρχείωνμσν.1. ο αρχιγραμματέας τής αυτοκρατορίας τού Βυζαντίου2. ο γενικός λογιστής τού δημόσιου ταμείου τής αυτοκρατορίας3. υπουργός (α. «λογοθέτης τού δρόμου» — υπουργός τών Ταχυδρομείωνβ. «μέγας λογοθέτης» — υπουργός τών Εξωτερικώνγ. «λογοθέτης τού Γενικοῡ» — υπουργός τών Οικονομικών)4. αξίωμα, οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, ανώτερος αυλικός5. ανώτερος αξιωματούχος στο πριγκιπάτο τού Μορέως6. τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο πρώτος ή ο τρίτος στη σειρά βογιάρος τού διβανίου7. οφίκιο, εκκλησιαστικό αξίωμα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου8. τιτλούχος μητρόπολης9. φρ. α) «λογοθέτης τών σεκρέτων» — ανώτατος Βυζαντινός αξιωματούχος που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργούβ) «μέγας λογοθέτης» — τίτλος που αντικατέστησε εκείνον τού λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες τού οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες τού λογοθέτη τού δρόμουμσν.-αρχ.αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, λογιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -θέτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα θε- τού τί-θη-μι), πρβλ. αγωνο-θέτης, ταξι-θέτης].
Dictionary of Greek. 2013.